- περιτίθημι
- ΜΑ [τίθημι]μσν.θέτω προς εξέταση, μελέτηαρχ.1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω2. περιβάλλω3. επιθέτω, προσθέτω4. ενώνω, συνάπτω5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου6. προσδένω7. επιφέρω8. παρέχω9. επιθέτω, επιβάλλω10. χρεώνω στον λογαριασμό κάποιου11. (με κακή σημ.) προσάπτω12. μτφ. α) παρέχω, δίνω χορηγώβ) εκμεταλλεύομαι, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο13. μέσ. α) περιβάλλομαι, φορώβ) αναλαμβάνω, υποδύομαιγ) εξαρτώ, κρεμώ («ξίφος περιτίθεμαι ὤμῳ» — κρεμώ ξίφος από τον ώμο μου, Ομ. Οδ.)14. φρ. α) «περιτίθημι χρυσόν» — περιβάλλω με χρυσό, επιχρυσώνωβ) «στέφανον [ή στεφάνους] περιτίθημί τινι» — στεφανώνωγ) «περιτίθημί τινα ὕβρει» — βρίζω κάποιον, φέρομαι προσβλητικά σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.